-
1 δρέπανον
δρέπανον, τό (δρέπω), in Prosa die gew. Form für δρεπάνη, obwohl Moeris letzteres für attisch erkl.; Homer einmal, Odyss. 18, 368 δρέπανον εὐκαμπές, zum Grasmähen; vgl. δρεπάνη ; – Hes. Th. 162; Her. 1, 125 u. Folgde. – Uebh. = krummes Schwert, = ἅρπη, Her. 5, 112 u. sonst; die krumme Spitze des δορυδρέπανον, Pol. 22, 10, 5.
-
2 δρέπανον
δρέπανον, τό ( δρέπω), δρέπανον εὐκαμπές, zum Grasmähen. Übh. = krummes Schwert; die krumme Spitze des δορυδρέπανον -
3 εὐ-καμπής
εὐ-καμπής, ές, wohl, schön gebogen. δρέπανον Od. 18, 368, κληΐς 21, 6, τόξον H. h. 27, 12; sp. D., wie Theocr. 13, 56; Ap. Rh. 3, 1388; – ταῦρος τὰ κέρατα εὐκαμπής, mit schön gebogenen Hörnern, Luc.. D. Marin. 15, 2; τὸ εὐκ. τῶν μελῶν, im. 14; – κατασκευάζοντες τὸ κέρας εὐκαμπές, vom Heere, so daß es sich leicht wenden konnte, Plut. Sull. 17, vgl. Luc. enc. musc. 2. – [Bei Leon. Tar. 25 (VI, 4) ist εὐκαμπές als Daktylus gebraucht, wo Salmas. εὐκαπές vermuthet.]
См. также в других словарях:
ευκαμπής — εὐκαμπής, ές (ΑΜ) ο κεκαμμένος καλά, ο κατασκευασμένος με τέχνη («εὐκαμπὲς δρέπανον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. εύκαμπτος, ευλύγιστος («εὐκαμπὴς φλοιός», Θεόφρ.) 2. (για πύον) ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυ καμπής, οξυ… … Dictionary of Greek